-
1 ενθουσιαζω
ἐνθουσιάζω, ἐνθουσιάω[ἔνθεος]1) быть одержимым божеством, находиться в состоянии исступления, неистовствовать(ὥσπερ οἱ θεομάντεις Plat.; ὥσπερ ἐνθουσιῶν Xen.; οἱ ἐπὴ τοῖς τῆς Κυβέλης ἱεροῖς ἐνθουσιάσαντες Diod.)
2) быть (бого)вдохновенным(ὑπὸ τῶν Νυμφῶν Plat.)
3) приходить в возбужденное состояние, волноваться, выходить из себя(ποιεῖν τινα ἐνθουσιάσαι Arst.; δῆμος ἐνθουσιῶν Plut.)
4) преисполняться энтузиазмом, увлекаться(περὴ φιλοσοφίας Plut.)
-
2 ενθουσιαω...
ἐνθουσιάω...ἐνθουσιάζω, ἐνθουσιάω[ἔνθεος]1) быть одержимым божеством, находиться в состоянии исступления, неистовствовать(ὥσπερ οἱ θεομάντεις Plat.; ὥσπερ ἐνθουσιῶν Xen.; οἱ ἐπὴ τοῖς τῆς Κυβέλης ἱεροῖς ἐνθουσιάσαντες Diod.)
2) быть (бого)вдохновенным(ὑπὸ τῶν Νυμφῶν Plat.)
3) приходить в возбужденное состояние, волноваться, выходить из себя(ποιεῖν τινα ἐνθουσιάσαι Arst.; δῆμος ἐνθουσιῶν Plut.)
4) преисполняться энтузиазмом, увлекаться(περὴ φιλοσοφίας Plut.)
-
3 ἐν-θουσιάζω
ἐν-θουσιάζω, gottbegeistert sein, verzückt, außer sich sein; ϑείους τε εἶναι καὶ ἐνϑουσιάζειν Plat. Men. 99 d; ἐνϑουσιάζοντες ὥσπερ οἱ ϑεομάντεις Apol. 22 c; ὑπὸ τῶν Νυμφῶν σαφῶς ἐνϑουσιάσω Phaedr. 241 e; ἐνϑουσιάσαι ποιεῖν τινὰ ἐπαί. νοις ἢ ψόγοις, durch Lob oder Tadel aufregen, Arist. rhet. 3, 7; ἐπὶ τοῖς τῆς μητρὸς ἱεροῖς, von den Priestern der Kybele, D. Sic. 5, 49; περί τι, Plut. Cat. min. 22; εἴς τι, heftig wonach verlangen, Ael. N. A. 4, 31. – Auch trans., τινὶ ἔρωτας, mit Liebe begeistern, Hermes bei Stob. ecl. phys. p. 430. Davon
См. также в других словарях:
ενθουσιάζω — (AM ἐνθουσιάζω, Α και ἐνθουσιῶ, άω) νεοελλ. 1. διεγείρω, μεταδίδω ενθουσιασμό («με τα λόγια του ενθουσίαζε τα πλήθη») 2. προκαλώ σε κάποιον ιδιαίτερη χαρά («δεν μέ ενθουσιάζει η ιδέα σου») 3. (μτχ. παθ. παρακμ.) ενθουσιασμένος αυτός που βρίσκεται … Dictionary of Greek